ανεξελλήνιστος

ανεξελλήνιστος
-η, -ο
αυτός που δεν μπορεί ν’ αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + εξελληνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”